πατρωνύμιον

πατρωνύμιον
πατρωνύμιος
by the father's side
masc/fem acc sg
πατρωνύμιος
by the father's side
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πατρωνύμιος — ον, Α [πατρώνυμος] 1. αυτός που ονομάζεται, που παίρνει το όνομα του από το όνομα τού πατέρα του, κατ επέκτ. αυτός που προέρχεται από την πλευρά τού πατέρα («τὸ πατρωνύμιον γένος ἡμέτερον», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ πατρωνύμιον από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”